- καταγόραξις
- κατᾰγόρ-αξις, εως, ἡ,A buying up, purchase, IG5(1).1379.22 (Thuria, ii/i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταγόραξις — καταγόραξις, ἡ (Α) [καταγοράζω] ο καταγορασμός* … Dictionary of Greek